-
1 πρόμαχος
πρόμᾰχ-ος, ον,A fighting before or in front: πρόμαχοι, οἱ, champions,ἐν προμάχοισι φανέντα Il.3.31
;πρώτοισιν ἐνὶ π. μιγέντα Od.18.379
, cf. Il.4.354;προμάχων ἀν' ὅμιλον Pi.I.7(6).35
.II as a name of tutelary gods,Ἀθηνᾶ Alciphr. 3.51
, etc.; παρὰ προμάχῳ Παλλάδι IGl.c.;Ἠρακλῆς Paus.9.11.4
;Ἐρμῆς Id.9.22.2
.III Subst., bastion, Procop.Aed.5.4.IV in Crete, cake made for a seven-days-old child, Hsch. -ών, later form of προμαχεών, LXXJe.5.10, al., Ph.Bel.91.50, J.BJ5.4.2, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρόμαχος
См. также в других словарях:
πρόμαχος — Oνομασία μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Παρθενοπαίου και της νύμφης Κλυμένης, που σκοτώθηκε πολεμώντας στη Θήβα. 2. Γιος του Αίσονα, βασιλιά της Ιωλκού, που τον σκότωσε ο Πελίας, μετά την αναχώρηση του Ιάσονα προς αναζήτηση του χρυσόμαλλου… … Dictionary of Greek